Χομπς, Τόμας — (Hobbes, Ουέστπορτ 1588 – Χάρντουικ 1679). Άγγλος φιλόσοφος. Αφού τελείωσε τις πανεπιστημιακές σπουδές του στην Οξφόρδη, έκανε ένα πρώτο ταξίδι στην ηπειρωτική Ευρώπη ως κηδεμόνας του γιου του λόρδου Κάβεντις. Γυρίζοντας στην Αγγλία,… … Dictionary of Greek
δράκος — Μυθολογικό τέρας, η μορφή του οποίου –προερχόμενη συνήθως από τα ερπετά– διαφέρει ως προς τα χαρακτηριστικά (φλογοβόλο στόμα με πολλές γλώσσες, κεφάλι λιονταριού, σκύλου ή γάτου, φτερά νυχτερίδας κλπ.), ανάλογα με τη μυθολογία και την τοπική… … Dictionary of Greek
ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… … Dictionary of Greek
Γκριν, Ζιλιέν — (Julien Green, 1900 – 1998).Γάλλος συγγραφέας και ακαδημαϊκός, αμερικανικής καταγωγής. Στα αφηγήματά του, που διέπονται από έναν μελαγχολικό τόνο και μία απαισιόδοξη διάθεση, αποτυπώνεται με αδρό και πρωτότυπο τρόπο η έντονη μεταφυσική αγωνία του … Dictionary of Greek
Μπλέικ, Γουίλιαμ — (William Blake, Λονδίνο 1757 – 1827). Άγγλος ποιητής, χαράκτης και ζωγράφος. Πνεύμα ατίθασο και ανήσυχο, οραματιστής, συχνά επηρεασμένος από τη φιλολογία του αποκρυφισμού, ο Μ. (μαζί με τον Μπερνς) είναι ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής του πρώτου… … Dictionary of Greek